- Σθέννις
- Αρχαίος γλύπτης. Ήταν γιος του Oλύνθιου Ηρόδωρου, που μετά την καταστροφή της πατρίδας του από το Φίλιππο B’ της Μακεδονίας (348 π.Χ.), κατάφυγε στην Αθήνα, όπου απόχτησε πολιτικά δικαιώματα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλίνιου η ακμή της δράσης του συμπίπτει με την 113η Ολυμπιάδα, δηλαδή στο διάστημα 328-325 π.Χ. Αγάλματα του υπήρχαν στη Ρώμη, στο ναό της Ομόνοιας, μία Δήμητρα, ένας Δίας και μία Αθηνά. Όπως αναφέρει και πάλι ο Πλίνιος, έργα του ίδιου ήταν γυναίκες σε στάσεις ικεσίας (πιθανότατα πρόκειται για Τρωαδίτισες), άλλες σε στάση λατρείας της θεότητας και άλλες ενώ θυσιάζουνε. Άγνωστος παραμένει σήμερα ο τόπος που βρίσκονταν τα έργα αυτά. Για λογαριασμό της πόλης Σινώπης, στη Β. ακτή της Μ. Ασίας, ο Σ. φιλοτέχνησε τον αδριάντα του οικιστή της Αυτόλυκου, που μεταφέρθηκε στη Ρώμη από το Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο. Κατά τον Παυσανία έργα του βρίσκονταν και στην Ολυμπία. Ήταν ανδριάντες αθλητών, των πυγμάχων Πύτταλου και Χοίριλου κλπ. Οι πληροφορίες για το έργο του Σ. δεν προέρχονται μόνο από τις φιλολογικές πηγές αλλά και από διάφορες επιγραφικές μαρτυρίες. Για παράδειγμα, από μια επιγραφή που σώθηκε σε βάση της Ακρόπολης, μαθαίνουμε ότι ο Σ. μαζί με το γνωστό γλύπτη Λεωχάρη φιλοτέχνησε ανδριάντες των μελών της οικογένειας του Πανδαίτη, από άλλη επιγραφή ότι κατασκεύασε τον ανδριάντα του Εφέσιου φιλόσοφου Δίωνα και από μια τρίτη στο Αμφιάρειο του Ωρωπού, ότι έκανε το άγαλμα της Αδαίας συγγενούς του βασιλιά της Θράκης Λυσίμαχου. Από την τελευταία αυτή πληροφορία συμπεραίνεται ότι η δράση του επεκτάθηκε ως τη δεύτερη τουλάχιστο δεκαετία του 3ου π.Χ. αιώνα.
Dictionary of Greek. 2013.